ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Πέμη Γκανά: «Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω δίχως τους ήρωες μου» συνέντευξη στον Τάσο Μεργιάννη

Μια σειρά από φονικά και μια επιδημία ευλογιάς συνταράσσουν τη μικρή κοινωνία της Καπράγιας. Οι ήρωες πασχίζουν να περισώσουν ό,τι μπορούν από τις επιθυμίες τους, ερχόμενοι σε ευθεία σύγκρουση με τις κοινωνικές επιταγές- όλα αυτά λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ένα δυστοπικό περιβάλλον το οποίο παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το δεύτερο μυθιστόρημα της Πέμης Γκανά με τίτλο «Καπράγια» ( εκδόσεις Πνοή).

Η Βριλησσιώτισσα συγγραφέας συστήνει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ το νέο της πνευματικό παιδί, μοιράζεται μαζί μας την βαθύτερη ανάγκη που την ώθησε στην συγγραφή και  εξομολογείται ποια είναι η σχέση της με τους ήρωες που κατά καιρούς πλάθει η δημιουργική γραφίδα της.

Θα μας συστήσετε την «Καπράγια»;

Καλωσήλθατε στην Καπράγια, ένα νησί, πεταμένο σ ένα πέλαγο. Καλωσορίσατε στο Τοσκανικό Αρχιπέλαγος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στο σπίτι της Ρομίνας, του Μάσσιμο, του καπτα Μπαρτόλο. Η Καπράγια είναι ένα μάλλον κλειστοφοβικό ανάγνωσμα που εμπεριέχει στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ. Σε δεύτερη ανάγνωση o αναγνώστης αντιλαμβάνεται τον αιώνιο, ανθρώπινο φόβο μπρος στη λήθη, μπρος στο τέλος. Η παράνοια έρχεται αντιμέτωπη με τις προκαταλήψεις, αντιμέτωπη με τον φόβο του ανθρώπου μπρος στο άγνωστο, στο διαφορετικό.

Η βλασφημία, η άγνοια, το θανατικό, ο φόβος και η λήθη που συχνά μετουσιώνεται σε φόβο της λήθης. Ασφυκτικοί, και εδώ, οι δεσμοί της οικογένειας (χαρακτηριστικό άραγε της μεσογειακής κουλτούρας;) γίνονται θηλιά στο λαιμό και πνίγουν, ενίοτε δολοφονούν και άλλοτε πάλι μήτρα γυναικεία, προστατευτική, θυσία στο βωμό της μητρικής αγάπης.

Η Ρομίνα, η ηρωίδα, ένα κορίτσι που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην παράνοια. Και από δίπλα μια μάμα που ορίζει, κατά όπως θέλει, την ζωή του άντρα και της κόρης, ένας λοστρόμος που νοσταλγεί λιμάνια και θάλασσες καθώς ζει ριζωμένος στον βράχο της Καπράγιας, ένας γιατρός που μάχεται με τους προσωπικούς του δαίμονες. Πρόσωπα που πλαγιάζουν μαζί, ονειρεύονται, εκδικούνται, μπερδεύονται οι εφιάλτες τους. Κοινός παρονομαστής η αγωνιώδης προσπάθεια της επιβίωσης, της λύτρωσης, που μοιάζει αδύνατη καθώς όλοι έχουν να αντιπαλέψουν τον σκοταδισμό και τις δεισιδαιμονίες της εποχής.
Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με δολοφονίες, και την αφόρητη σιωπή που συνθλίβει αργά, μα σταθερά, τις ζωές τους, μα το χειρότερο είναι πως έχοντας περάσει μέσα από την κόλαση δεν έχουν καμία ελπίδα για το μέλλον.

Στο βιβλίο, που διαδραματίζεται δυο αιώνες πριν, γίνεται αναφορά σε επιδημία ευλογιάς. Σήμερα ζούμε την πανδημία του κορωνοϊού. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι μια συμφορά είναι ίδιος ή αλλάζει κάθε φορά που αλλάζει η εποχή και οι συνήθειες;

Ένας παθογόνος παράγοντας, έχει τη δυνατότητα να σκοτώσει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, να προκαλέσει προβλήματα στις οικονομίες και να αποσταθεροποιήσει την εθνική ασφάλεια. Και αυτό δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο καθώς ο πλανήτης έχει βιώσει πολλές πανδημίες. Πανδημίες που άφησαν πίσω τους εκατομμύρια νεκρούς. Σύμμαχος πάντα η επιστήμη, δίνοντας μάχες και αγώνα δρόμου για την ίαση, άλλοτε πιο γρήγορα άλλοτε σε βάθος χρόνου αντιμετωπίζει τις κρίσεις.

Το ιατρικό τέλος συμβαίνει, όταν τα νέα κρούσματα και οι θάνατοι σταδιακά εξαφανίζονται. Το κοινωνικό τέλος επέρχεται, όταν ο φόβος της λοίμωξης εξαφανίζεται μεταξύ των ανθρώπων. Δυστυχώς, το δεύτερο μπορεί να συμβεί πριν το πρώτο. Με άλλα λόγια, ένα τέλος μπορεί να ανακηρυχθεί πρόωρα όχι επειδή πράγματι η νόσος έχει εξαφανιστεί, αλλά επειδή οι άνθρωποι κουράστηκαν να ζουν φοβισμένοι. Το ζήσαμε και εδώ, στην πατρίδα μας, κατά την διάρκεια του καλοκαιριού.

Ο μέσος άνθρωπος συχνά βρίσκει παρηγοριά στην εκκλησία. Πολύτιμος ο ρόλος της, καθώς θα πρέπει να ανακουφίζει και να δροσίζει τις ψυχές του ποιμνίου. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι μια συμφορά, σε γενικές γραμμές, φαντάζομαι, πως είναι ίδιος. Άρνηση αρχικά, φόβος, στροφή στην εκκλησία, και τέλος εμπιστοσύνη στην επιστήμη.

Ποια ανάγκη σας ώθησε στην συγγραφή;

Η αλήθεια είναι πως η συγγραφή δρα καταλυτικά στη ζωή μου. Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω δίχως τις σημειώσεις μου, τους ήρωες, τα πάθη τους, τις ανάσες τους. Ζω τις ζωές τους, γεννιέμαι και πεθαίνω μαζί τους. Τους ακούω τις νύχτες να συνωμοτούν, να τραγουδούν να φοβούνται. Χαίρομαι με τις χαρές τους, σπαράζω με τον χαμό τους. Κι όταν μια ιστορία τελειώνει οι ήρωες ευτυχώς δεν με εγκαταλείπουν. Στέκονται στο πλάι μου, μου χαμογελούν και με προτρέπουν να συνεχίσω.  Κι όταν δεν γράφω σίγουρα διαβάζω

Τι διαβάζετε αυτήν την περίοδο;

Το πραγματικά συγκλονιστικό «Τρεις σύντροφοι» του πραγματικά κορυφαίου συγγραφέα Erich Maria Remarque.

Πιστεύετε στην έμπνευση ή είστε από τους συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι το γράψιμο οφείλει να είναι καθημερινή εργασία με ωράριο;

Η έμπνευση, βρίσκεται παντού γύρω μας, στον αέρα, στις νότες της μουσικής, στα παιδιά που τρέχουν, στις ματιές των ερωτευμένων, των απελπισμένων, των μοναχικών. Στα αυτοκίνητα που περνούν δίπλα μας. Στο μετρό. Παντού, κυριολεκτικά παντού. Αν ο γραφιάς παρατηρήσει, αν ο γραφιάς είναι έτοιμος να αφουγκραστεί και αφήσει ελεύθερο τον εαυτό του να περιπλανηθεί, τότε σας λέω πως μια καινούργια ιστορία γεννήθηκε. Όμως, τίποτα δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρξει σκληρή δουλειά. Η συγγραφή απαιτεί πρόγραμμα, αφοσίωση, μέθοδο και πάνω απ’ όλα συνέπεια. Κατά την ταπεινή μου γνώμη το ταλέντο μόνο του δεν αρκεί.

Έχετε βιώσει ποτέ το περίφημο «writer’ s blog»;

Ναι, το βιώνω κάθε φορά που, λανθασμένα, πιστεύω ότι οι ήρωες είναι «μαριονέτες» κι εγώ αυτή που τους δίνει ανάσα. Πρέπει, λοιπόν, να αφήσω στην άκρη κάθε δική μου ματαιοδοξία και να αφήσω τους πραγματικούς πρωταγωνιστές να αυτονομηθούν και να διεκδικήσουν τον χρόνο και τον χώρο τους στην ιστορία.

«Γράφω πρώτα απ’ όλα για εμένα και για την δική μου ικανοποίηση»

Στις σπουδές σας συμπεριλαμβάνεται ένα μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία του Καταναλωτή. Ο Καρλ Γιούνγκ έλεγε ότι η ψυχολογία και το ασυνείδητο επηρεάζουν την καταναλωτική συμπεριφορά μας. Είναι αυτά δυο στοιχεία που επηρεάζουν και τον χώρο του βιβλίου;

Τα παραδοσιακά εγχειρίδια του marketing εξηγούν την καταναλωτική συμπεριφορά με την «φόρμουλα AIDA»(Attention, Interest, Desire, Action), που υπαγορεύει ότι το μόνο που έχει να κάνει ο marketer είναι να παράξει ενδιαφέρον διεγείροντας την επιθυμία του καταναλωτή. Παρομοίως, η «λογοτεχνία» του marketing συχνά εξηγεί τη σχέση καταναλωτή–προς–προϊόν με τα «4P»(Product, Price, Promotion, Placement). Οι θεωρίες AIDA, 4Ps και άλλες φόρμουλες του marketing υποδηλώνουν ότι το μυαλό του καταναλωτή είναι ένα άγραφο χαρτί, που περιμένει να γραφτεί από την αγορά. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η σχέση marketer – προς – καταναλωτή  είναι μάλλον Παβλοφική.

Η καταναλωτική ψυχολογία από την άλλη, αναγνωρίζει ότι το μυαλό του καταναλωτή είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας της αγοράς. Επομένως, η καταναλωτική ψυχολογία εστιάζει και στη συναισθηματική σκέψη, μαζί με τη λογική, αλλά και στα ασυνείδητα, όπως και στα συνειδητά, κίνητρα. Και εδώ αντιλαμβανόμαστε την συνεισφορά του Καρλ Γιούνγκ. Προσωπικά, πιστεύω πως πέρα από το ασυνείδητο και την ψυχολογία του καταναλωτή, το marketing καταφέρνει και παίζει μεγάλο ρόλο. Κοιτάξτε πώς καθορίζεται η τάση, το trend, στον χώρο του βιβλίου, χθες ήταν π.χ. τα ιστορικά μυθιστορήματα, σήμερα η αστυνομική λογοτεχνία.

Τι θέλει να διαβάσει ο αναγνώστης του 2020;

Ο αναγνώστης τα τελευταία χρόνια αγαπά να διαβάζει αστυνομική λογοτεχνία. Διαβάζεται μάλλον εύκολα καθώς ο ρυθμός της γραφής είναι σύγχρονος, κινηματογραφικός, καταιγιστικός και κρατά τις αισθήσεις του αναγνώστη σε εγρήγορση.

Οι συγγραφείς οφείλουν να «πάνε» προς τις επιθυμίες του κοινού ή  να δημιουργήσουν το δικό τους αποτύπωμα και το αναγνωστικό κοινό να ακολουθήσει;

Τελειώνοντας το κείμενο προχωράς στο επόμενο, ίσως (λέω ίσως) δίχως την επιθυμία μιας δεύτερης ανάγνωσης. Προσωπικά, διαβάζω τα trends μα δεν μπορώ να συμμορφωθώ και με τις επιταγές του αναγνωστικού κοινού, καθώς γράφω πρώτα απ’ όλα για εμένα και για την δική μου ικανοποίηση.

 Υπάρχει κάποια φράση που σας επηρέασε βαθιά από τα βιβλία που έχετε διαβάσει;

«Και συμπονούσε όλους τους μπακάληδες, τους υφασματέμπορους που είχαν έρθει και φύγει μαζί με το εφήμερο έργο τους, μερικά ξεχασμένα περιττώματα ή ένα σάπιο ύφασμα. Και η τρομερή φρίκη του θανάτου και της λήθης, ανατάραζε την καρδιά του. Θλιβόταν για όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχαν πεθάνει δίχως να ’χουν χαράξει το όνομά τους πάνω σ ένα βράχο, δεν είχαν λαξέψει μια ένδειξη, κάποιο έμβλημα ώστε να έμεναν αξέχαστοι για πάντα». Από το «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου» του Tomas Wolfe.

Ζείτε στα Βριλήσσια. Πείτε μου κάτι που σας αρέσει στο προάστιο και κάτι που αν είχατε την δυνατότητα θα αλλάζατε.

Μεγάλωσα στα σύνορα του Χολαργού με του Παπάγου και στα τέλη του ’80 μετακομίσαμε στα Βριλήσσια. Έκανα νέους φίλους που ήρθαν και προστέθηκαν στους παλιούς, τους  παιδικούς. Αυτό που αγαπώ στα Βριλήσσια είναι ότι υπάρχουν ακόμα «γειτονιές», και τα παιδιά μου μεγαλώνουν με τα παιδιά των φίλων μου.

Το βιογραφικό της συγγραφέως

Η Πέμη Γκανά γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Χολαργό. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και έκανε μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία του Καταναλωτή στο πανεπιστήμιο John Moores του Λίβερπουλ. Το 2016 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της, «Kairlov», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2019 συμμετείχε με το διήγημα «Τα όνειρα του κυρίου Πάντιγκτον» στη συλλογή διηγημάτων «Μαζί ξανά», από τις εκδόσεις Βακχικόν. Διηγήματά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ το διήγημα «Charleston chew», της σειράς «Μπόλτον Κρικ», βραβεύτηκε το 2018. Η «Καπράγια» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή

Πηγη – Δημοσίευση: Αμαρυσία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *