Συνέντευξη του συγγραφέα Χάρη Βασιλάκου για το βιβλίο του “Κλεψύδρα” που δημοσιεύθηκε στο ελculture.gr
Η «ΚΛΕΨΥΔΡΑ» ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗ ΡΕΤΡΟ ΠΛΑΚΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΛΕΙΠΕΙ
«Οι δρόμοι της Αθήνας κουβαλούν τα προσωπικά τους μυστικά, αλλά έχουν πάντα και μια ιστορία να σου πουν για τους ανθρώπους που τους περπάτησαν»
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία και ο Χάρης Βασιλάκος έγραψε μία δική του για τη μικρή οδό Κλεψύδρας στην Πλάκα. Πόση ιστορία χωράει όμως σε μία τόσο μικρή, σχεδόν απόκρυφη οδό; Όση χρειάζεται για να μας ταξιδέψει σε οικογενειακά μυστικά, ιστορίες αγάπης αλλά και ιστορίες σύγχρονης πραγματικότητας, με οικονομικά σκάνδαλα. Και πόσω μάλλον τώρα, που ακόμα και η βόλτα μας στα Αναφιώτικα μπορεί να είναι υπό περιορισμό.
3 κινηματογραφικές λήψεις με κεντρικό άξονα την οικογένεια Βερνάρδου, με τα ένοχα μυστικά της και τα παιχνίδια της μοίρας σε πρωταγωνιστικό ρόλο συνθέτουν τη δομή της «Κλεψύδρας». Η ρετρό Πλάκα ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες της, κι εμείς ρωτήσαμε τον Χάρη Βασιλάκο για τη δημιουργία της Κλεψύδρας, αλλά και για το μυστήριο των δρόμων της Αθήνας.
Πώς προέκυψε η ιστορία της «Κλεψύδρας»;
Για αρκετά χρόνια είχα την αίσθηση ότι η ζωή μου ακολουθούσε μία ευθύγραμμη πορεία. Έλειπε η «ορμή», απουσίαζε η «φόρα» και κάπως έτσι, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, παρέμενα στη βολή μου. Αυτή η συνθήκη αποτυπώθηκε στο «Εκεί Που Πετάει Ο Νους», το πρώτο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πνοή, το οποίο μου έδωσε την ευκαιρία να σταθώ και να κοιτάξω τον εαυτό μου, να αναθεωρήσω και να κάνω ένα βήμα μπρος. Όταν έκλεισε αυτός ο κύκλος που σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές στη ζωή μου, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είχα στα χέρια μου μια σπορά εικόνων, βιωμάτων και συναισθημάτων. Το ζητούμενο ήταν να βρεθεί ο δρόμος που θα με έβγαζε στον πολυπόθητο θερισμό. Με όλα αυτά τα «όπλα», λοιπόν, έβαλα τις λέξεις μου στο χαρτί, για να δημιουργήσω μία ιστορία που θα είχε ως επίκεντρο το χρόνο και την επίδρασή του στις αποφάσεις μας. Κάπως έτσι, φτάσαμε στην «Κλεψύδρα».
Μια ιστορία αγάπης, ένα οικονομικό σκάνδαλο και μια οικογενειακή ιστορία συνθέτουν την «Κλεψύδρα». Σε ποιο είδος κατατάσσετε εσείς το βιβλίο;
Συνηθίζω να λέω ότι οι ταμπέλες συχνά αδικούν τα βιβλία. Είναι άτοπο και οριακά επικίνδυνο να θέλουμε, μέσα σε μια δυο λέξεις, να συμπυκνώσουμε το περιεχόμενο και το χαρακτήρα κάποιων δεκάδων σελίδων. Ωστόσο, επειδή ζούμε σε μία εποχή που οι εμπορικοί δείκτες υπαγορεύουν, κατευθύνουν και υποδεικνύουν, αποφασίσαμε με την εκδότριά μου, Κάκια Ξύδη, να το κατατάξουμε στο είδος του κοινωνικού μυθιστορήματος. Η λογική αυτής της απόφασης είχε να κάνει καθαρά με τη διαπίστωση ότι ο έρωτας, η απληστία, ο φόβος, η νοσταλγία, ο θάνατος και τόσα άλλα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η «Κλεψύδρα», περικλείονται και δοκιμάζονται στην κοινωνία.
Στην «Κλεψύδρα» παρατηρούμε τον κόσμο της διαφθοράς μέσω μιας νοσταλγικής ματιάς λόγω του χώρου στον οποίο αυτή εκτυλίσσεται, στην περιοχή δηλαδή της Πλάκας. Τι θέλετε να αποδώσετε μέσω αυτής της αντίθεσης;
Στο βωμό της ενήλικης ζωής, νομίζω ότι όλοι καλούμαστε να θυσιάσουμε ένα μέρος της παιδικής μας αγνότητας και αυτό κοστίζει σε άλλους περισσότερο, σε άλλους λιγότερο. Παρατηρώντας την πορεία της ελληνικής πραγματικότητας, την τελευταία 20ετία τουλάχιστον, αισθάνομαι ότι όλα γύρω μας συνηγορούν στο να πάψουμε να είμαστε αθώοι. Οι προσωπικές άμυνες που καταφέρνει να ορθώσει καθένας μας είναι και η λεπτή διαχωριστική γραμμή για το πού τελικά θα γείρει η ζυγαριά. Η αλήθεια είναι ότι η «Κλεψύδρα» στήθηκε ως προς το χώρο στην Πλάκα, η οποία στο δικό μου «μέσα» ταυτίζεται με το φως, και ως προς το χρόνο την εποχή του Χρηματιστηρίου – περίοδος σκοτεινή και ταυτισμένη με τα πάθη και τις αδυναμίες του σύγχρονου Έλληνα. Η συγκεκριμένη αντίθεση είναι απλώς ένας άξονας που έρχεται να διαπεράσει το «καλό» και το «κακό» στις πράξεις των ηρώων.
Τελικά οι δρόμοι της Αθήνας είναι τόσο μυστηριώδεις;
Οι δρόμοι της Αθήνας κουβαλούν τα προσωπικά τους μυστικά, αλλά έχουν πάντα και μια ιστορία να σου πουν για τους ανθρώπους που τους περπάτησαν. Η γοητεία τους είναι ότι μπορούν να σου αφηγηθούν τα δάκρυα από ένα χωρισμό σε κάποια σκαλοπάτια στα Εξάρχεια, τις σπίθες από ένα ραντεβού σε κάποια ταράτσα της Πλάκας, τις νότες των πλανόδιων μουσικών στην Καπνικαρέα, τη μαγιονέζα που έμεινε στα χείλη μίας μεθυσμένης κοπέλας από το βρόμικο της Πλατείας Μαβίλη, ύστερα από ξενύχτι. Νομίζω ότι λείπει πλέον αυτή η «σπιρτάδα» που φορούσαν οι δρόμοι στο παρελθόν, η «σπιρτάδα» που σε καλούσε να τους ανακαλύψεις. Μοναχικοί φαντάζουν πια στα δικά μου μάτια…
Οι ήρωες του βιβλίου σας πολλές φορές μιλούν αποφθεγματικά ή με αναφορές σε κλασικά βιβλία λογοτεχνίας. Υπάρχει κάποιο βιβλίο ή και κάποιος συγγραφέας που να σας επηρέασε με τη φιλοσοφία του, και να αντικατοπτρίζεται αυτή η επιρροή στην ιστορία;
Έχω καταντήσει γραφικός, αλλά όλα αυτά που άφησε πίσω του ο Καζαντζάκης επηρέασαν τον τρόπο σκέψης μου, ίσως και τη γραφή μου. Ουδεμία σύγκριση τίθεται, για να μην παρεξηγηθώ. Μιλάω καθαρά για την αύρα των λόγων του, αλλά και για αυτή τη μοναδική ικανότητα που έχουν να σου αποκαλύπτουν σε κάθε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση καινούργιους κόσμους. Μπήκα, μάλιστα, στον πειρασμό να χρησιμοποιήσω στην «Κλεψύδρα» ένα από τα αγαπημένα μου αποφθέγματα, το οποίο λειτουργεί σαν αρμός στη σχέση του Άγγελου, του μικρού άστεγου που έχει αδυναμία στα βιβλία, με τον Ανδρέα, έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας: «Αφεντικό, σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα. Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί».
Η μουσική έχει κι αυτή έναν διακριτικό ρόλο στην «Κλεψύδρα». Ποια τραγούδια ταιριάζουν περισσότερο στη βόλτα μας στη ρετρό Πλάκα του σύγχρονου κόσμου;
Πόσο όμορφη ερώτηση! Η αλήθεια είναι ότι η μουσική έχει κι αυτή ένα διακριτικό ρόλο και στη δική μου ζωή. Εκτός, λοιπόν, από την ομότιτλη ταινία μικρού μήκους που δημιουργήσαμε με το φίλο και σκηνοθέτη, Γιάννη Γεωργανέ, με αφορμή την «Κλεψύδρα», έγραψα τη μουσική και τους στίχους στο τραγούδι «Το Μπλε», το οποίο ηχογραφήσαμε με τη φωνή της Αγγελικής Σπηλιάκου και το ακορντεόν του Σπύρου Καπάκου. Θελήσαμε με αυτόν τον τρόπο να πούμε μία νοσταλγική ιστορία που θα συνδυάζει τα λόγια, τον ήχο και την εικόνα.
Ωστόσο, σκέφτομαι ότι σε αυτή τη βόλτα στη ρετρό Πλάκα, κάθε ήρωας θα έβρισκε τις αναφορές του στα δικά του τραγούδια. «Σου σφυρίζω» για το Φοίβο, «Χάρτινο το φεγγαράκι» για τον Ανδρέα, «Τα ήσυχα βράδια» για την Beatrice, «Αν σε αρνηθώ, αγάπη μου» για τη Μυρτώ, «Πόσο λυπάμαι» για τη Στέλλα, «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» για το μάστρο-
Λευτέρη.
Πηγή: Eλculture.gr