Σαν οπισθόφυλλο:
«Γλώσσα, όταν παρασκεύαζες τη νοσταλγία, / μήπως το παράκανες λιγάκι με το άλγος;»
Ο ποιητής, σαν άλλος αλχημιστής, αναμειγνύει λέξεις και σκαρώνει ένα ελιξίριο πολύ εσωτερικής χρήσεως. Δυσανασχετεί μέσα σ’ αυτό το «ευρύχωρο που είναι το εφήμερο» κι όλο γυρεύει κάποιο εξιτήριο απ’ την πραγματικότητά του. Αναβάλλει την ενηλικίωση ζητώντας καταφύγιο στον φλοίσβο της παιδικής ηλικίας, όμως δεν συναντά κι εκεί παρά πεντάστερα χαλάσματα. Κι άλλοτε πάλι, σαν βραδιάσει, αποθέτει ασθενή τον λογισμό του σε κάποιας πολυθρόνας το εφημερεύον κούνημα με θέα προς το αθεράπευτα ερωτηματικό φεγγάρι…
Με αίσθημα βαρύ στο λυρικό του μητρώο, εκτίει ένα ισόβιο φθινόπωρο προσμένοντας ο αναγνώστης να μοιραστεί μαζί του τη θέση στο άδειο παγκάκι.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.