Τους συναντήσαμε βιαστικά στη σκάλα, τους είδαμε να ξεμακραίνουν μέσα στη βροχή, τους ανταμώσαμε σε μια παραλία, στριμωχτήκαμε μαζί τους στο λεωφορείο, κοιταχτήκαμε συνωμοτικά σ’ ένα ξύλινο θρανίο. Κι εκείνοι μας έψησαν καφέ στη σόμπα, έκρυψαν στα χέρια μας λίγα γλυκά, μας χάρισαν ένα δειλό χαμόγελο, ένα καραφάκι αυγουστιάτικο κρασί και μας ζωγράφισαν ένα καράβι με αβύθιστα πανιά. Και σαν ήπιαν όλη τη ζωή στο μικρό τους ποτήρι, χάθηκαν διψασμένοι στις γειτονιές του κόσμου.
Για να βρεθούν και πάλι μπροστά μας.
Ελευθερία Ντ. –
Βιβλίο με άρωμα άλλης εποχής, το λάτρεψα!! Έκανα το λάθος να νομισω ότι διαβάζεται μονοκοπανιά. Η κάθε ιστορία θέλει το χρόνο της να σου μιλήσει.
Δημήτρα Σεκερογλου –
Με τράβηξε το εξώφυλλο και νόμισα ότι θα το διαβάσω σε καμία ώρα στην παραλία. Μέγα λάθος. Μην το βλέπετε μικρό, είναι πολύ δυνατό και μετά από κάθε ιστορία νιώθεις την ψυχή σου κάπως διαφορετική. Περιμένω το επόμενο!